Παρασκευή 4 Μαΐου 2018

Παναγής Λεκατσάς, ο μεγάλος άγνωστος




     “Η ακτινοβολία του πνεύματος του και το μέγεθος των γνώσεών του, υπήρξαν αντίστροφα ανάλογα με τη διασημότητα που συνεπάγεται αυτές οι ιδιότητες. Ο όγκος του έργου του και η ποιότητά του, έκαναν το Βάρναλη να τον αποκαλεί Δάσκαλο και τον Καζαντζάκη να του αφιερώσει τον «Προμηθέα Λυόμενο».

Μιλάμε για τον Παναγή Λεκατσά. Το γίγαντα αυτό της νεοελληνικής σκέψης που μετέφρασε ολόκληρο τον Ευριπίδη, τον Πίνδαρο, τη Σαπφώ, τον Αλκαίο, το Λογγίνο, το Λεκατσά που καθιέρωσε δύο επιστήμες άγνωστες μέχρι τότε στην Ελλάδα, την Εθνολογία και τη Συγκριτική Θρησκειολογία, το Λεκατσά του οποίου το έργο «Διόνυσος» ο Τζώρτζ Τόμσον χαρακτήρισε «αριστούργημα της φιλολογίας»”

Εφημερίδα Ελευθεροτυπία 7/5/1980

Αυτό ήταν ένα απόσπασμα από την εφημερίδα Ελευθεροτυπία εν έτει 1980, με αφορμή τη μετονομασία ενός δρόμου του Υμηττού από τον τότε δήμαρχό του Ανδρέα Λεντάκη σε οδό Παναγή Λεκατσά. Ο μαθητής Ανδρέας Λεντάκης τίμησε με τον τρόπο αυτό το δάσκαλό του. 

Ποιος ήταν όμως ο Παναγής Λεκατσάς, ποια η αξία του έργου του και γιατί αυτός ο μεγάλος διανοητής είναι άγνωστος στο ευρύ κοινό; Σ’ αυτά τα ερωτήματα θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο αφιέρωμα αυτό, ελπίζοντας ότι θα καταφέρουμε μ’ αυτό τον τρόπο να φέρουμε κάποιους σε επαφή με το έργο του μεγάλου Ιθακήσιου πνευματικού δημιουργού


Ο Ιθακήσιος Παναγής Λεκατσάς υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ερευνητές και μελετητές του αρχαίου κόσμου και από τους βασικούς θεμελιωτές της επιστήμης της εθνολογίας και της θρησκειολογίας στην Ελλάδα. 

[Η εθνολογία είναι ο κλάδος της ανθρωπολογίας που συγκρίνει και αναλύει τα χαρακτηριστικά των διαφορετικών λαών και τη σχέση μεταξύ τους. Ο όρος τείνει να αντικατασταθεί από τον όρο Κοινωνική ανθρωπολογία. Θρησκειολογία είναι η επιστήμη που ασχολείται με την επιστημονική έρευνα και μελέτη των θρησκειών του κόσμου]

Με το έργο του μπορέσαμε να γνωρίσουμε και να κατανοήσουμε βαθύτερα την αρχαία ελληνική θρησκεία, την τελετουργία της και τις κοινωνικές της επιδράσεις καθώς επίσης και τα θέματα της αρχαίας τραγωδίας και της κοινωνικής και θρησκευτικής ταυτότητας των αρχαίων προγόνων μας. Μπορέσαμε, επίσης, να πλησιάσουμε στις ρίζες της ψυχικής και πνευματικής ζωής του κοινωνικού ανθρώπου.

Ταγμένος και αφοσιωμένος ολοκληρωτικά στο έργο του, ο Παναγής Λεκατσάς άφησε ένα τεράστιο και σε μεγάλο βαθμό πρωτότυπο έργο. Δυστυχώς, για πολλούς λόγους τους οποίους θα προσπαθήσουμε να αναπτύξουμε παρακάτω, δεν απόλαυσε την αναγνώριση στο μέγεθος που του άξιζε στην Ελλάδα και το παράδοξο είναι ότι το έργο του γνώρισε μεγαλύτερη αποδοχή στο εξωτερικό από ό,τι στην πατρίδα του


Τα παιδικά χρόνια του Παναγή Λεκατσά

Ο Παναγής Λεκατσάς γεννήθηκε στις 15 Αυγούστου 1911, στο Σταυρό της Ιθάκης. Ήταν το δεύτερο από τα πέντε παιδιά του Γιώργου και της Μαριγώς Λεκατσά.

Από μικρός έδειξε την έφεσή του στα γράμματα. Σύμφωνα με μαρτυρίες δικών του ανθρώπων, ήταν παιδί συνεσταλμένο και απορροφημένο στις σκέψεις του. Την ώρα που οι συμμαθητές του έπαιζαν στο προαύλιο, αυτός καθόταν στην αίθουσα του σχολείου διαβάζοντας ή γράφοντας ενώ, όσο φοιτούσε στο Δημοτικό, είχε μελετήσει σχεδόν όλα τα βιβλία του Σχολαρχείου. Όταν, δε, έφτασε στο Σχολαρχείο, άρχισε να ζητά από τον πατέρα του να του αγοράζει επιστημονικά συγγράματα [Εκείνη την εποχή, το Δημοτικό ήταν τετραετές και ακολουθούσε το τριετούς φοίτησης Σχολαρχείο]

Το 1920, αφού τελειώνει το Σχολαρχείο στην Ιθάκη, ταξιδεύει μαζί με τον πατέρα του και το μικρότερο αδελφό του, Σπύρο, στην Αυστραλία, τόπο μετανάστευσης πολλών Ιθακησίων. Εκεί θα μείνει μόνο δύο χρόνια και αυτό θα είναι το μοναδικό του ταξίδι στο εξωτερικό, πράγμα που από τη μία φαίνεται αντιφατικό για έναν άνθρωπο που μιλούσε έξι ξένες γλώσσες και άλλες τόσες νεκρές αλλά από την άλλη ίσως και να πιστοποιεί το μέγεθος της ολοκληρωτικής αφοσίωσης που θα επιδείξει στο διάβασμα και στο πνευματικό του έργο.

Όταν επιστρέφει στην Ελλάδα, φοιτά για δυο χρόνια στο Γυμνάσιο της Λευκάδας και ολοκληρώνει τις γυμνασιακές του σπουδές στην Κέρκυρα. Από τα πρώτα κιόλας γυμνασιακά του χρόνια αρχίζει να έρχεται σε επαφή με την αρχαία ελληνική γραμματεία, ιδίως με τα έργα του Πίνδαρου, ενώ ασπάζεται και τις μαρξιστικές ιδέες, κάτι που από πολύ νωρίς θα τον βάλει σε μπελάδες καθώς δέχεται  τις διερευνητικές και επεμβατικές «επισκέψεις» της αστυνομίας τόσο για τις ιδέες του αλλά και για ομιλίες του σχετικά με τα δικαιώματα και τις δυνατότητες της εργατικής τάξης. [Ήδη, από το 1929, η ψήφιση από την κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου του περίφημου «Ιδιώνυμου» ποινικοποιεί την υποστήριξη και διάδοση των κομμουνιστικών ιδεών]



Το έργο του Παναγή Λεκατσά

Το 1930, αφού τελειώνει το Γυμνάσιο, ο Παναγής Λεκατσάς μεταβαίνει στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Νομική Σχολή. Η μεγάλη του αγάπη, όμως, είναι η φιλολογία και η μελέτη του αρχαίου κόσμου. Φοιτητής ακόμη, το 1933, εκδίδει το πρώτο σύγγραμμά του με τον τίτλο «Συμβολή στη Διαλεκτική Ιστορία της Φιλοσοφίας».

Το ίδιο διάστημα ξεκινά συστηματικά τη μελέτη του έργου του Πινδάρου. Το 1935 κυκλοφορεί το βιβλίο του «Πινδάρου Ολυμπιακά» και τη μοναδική ποιητική συλλογή του «Απολλώνια», ενώ την επόμενη χρονιά κυκλοφορεί το «Πινδάρου, Πυθιακοί Επινίκιοι»

Το 1937 εγκαταλείπει οριστικά τη Νομική χωρίς να πάρει το πτυχίο. Από τότε αφιερώνεται ολοκληρωτικά στη φιλολογία και την εθνολογία και μέσα σε τρία χρόνια θα έχει εκδώσει ολόκληρο το έργο του Πινδάρου, ενώ το 1938 θα κυκλοφορήσει το «Επίμετρον» με σχόλια πάνω στο έργο του αρχαίου λυρικού ποιητή



Εν τω μεταξύ, ήδη από το 1936, έχει ξεκινήσει συνεργασία με το περιοδικό Νέα Εστία, την οποία θα συνεχίσει ως το Νοέμβρη του 1943. Εκεί θα δημοσιεύσει μεταφράσεις αρχαίων λυρικών ποιητών (Πίνδαρο, Σαπφώ, Αρχίλοχο κλπ), κριτικές πάνω σε βιβλία για Έλληνες και Λατίνους κλασσικούς, πρωτότυπες μελέτες καθώς και μεταφράσεις έργων της ύστερης αρχαιότητας.

Το 1938 κυκλοφορεί η μετάφραση της «Θεογονίας» του Ησιόδου,  η μετάφραση του έργου της Σαπφούς καθώς και η μετάφραση της «Μήδειας» του Ευριπίδη

Το 1939 παντρεύεται τη Δήμητρα Δημητριάδη και ξεκινά τη συνεργασία του με τον εκδοτικό οίκο Ζαχαρόπουλου. Στα πλαίσια αυτής της συνεργασίας, ο Λεκατσάς θα κυκλοφορήσει μέσα σε δύο χρόνια τα βιβλία: «Αλκαίος - μεταφράσεις και σχόλια πάνω στα ποιήματα του Αλκαίου», «Έργα και Ημέραι», «Θεογονία», «Ασπίς Ηρακλέους» και «Αποσπάσματα Ηοιών» του Ησιόδου, «Κατά Λεωκράτους» του Λυκούργου, «Πολιτικά» του Αριστοτέλη, τη «Μήδεια», «Κύκλωψ», «Άλκηστις» και «Ηρακλείδαι» του Ευριπίδη και  «Περί ερμηνείας ή ύφους» του Δημητρίου Φαληρέως

Μετά από τέσσερα χρόνια αποχής που συνέπεσαν με την περίοδο της γερμανικής Κατοχής επιστρέφει το 1945. Από το 1945 ως το 1948 δίνει εργασίες του στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, ανάμεσά τους και το «Περικλή, Επιτάφιος», μεταφρασμένος όπως είπε ο ίδιος  «για να διαβαστεί στην ιερή μνήμη εκείνων που έπεσαν τον Δεκέμβρη του 1944 πολεμώντας για την Αθήνα και τη Δημοκρατία».

Ήδη έχει αρχίσει η μετατόπιση του έργου του από τις μεταφράσεις αρχαίων συγγραφέων σε συγγραφή πολιτικών μελετών. Στα τέλη του 1945 θα δημοσιεύσει στα Φιλολογικά Χρονικά το βιβλίο του «Ιδεοκρατία και Ιστορική Αιτιοκρατία» και θα εκδώσει το «Σπάρτακος - ο πόλεμος των Μονομάχων»

Το 1946 κυκλοφορεί το «Δήμου καταλύσεως και Τυραννίδος», που το αφιερώνει «στους μακάριους ίσκιους των πεσόντων αγωνιστών για την αιώνια πόλη και τη δημοκρατία». Μέσα στην ίδια χρονιά κυκλοφορεί τα βιβλία «Η εποποιΐα της πάλης των τάξεων στην αρχαία Ελλάδα», «Η Πολιτεία του Ήλιου, η κοινοκτημονική επανάσταση των δούλων και προλεταρίων της Μικράς Ασίας (133–128 π.Χ.)»  και  «Η προελληνική μητριαρχία και η Ορέστεια»

Από τον Ιούνη του 1946 αρχίζει συνεργασία με την εφημερίδα Ελεύθερη Ελλάδα (όργανο του πολιτικού συνασπισμού των κομμάτων του ΕΑΜ) και τον Οκτώβρη του ίδιου έτους αρχίζει συνεργασία με το Ρίζο της Δευτέρας που θα τη συνεχίσει ως το Νοέμβριο του 1947

Το 1947 παίρνει διαζύγιο από τη γυναίκα του Τούλα Δημητριάδη και το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς γνωρίζεται με τη συγγραφέα Εύα Βλάμη, με την οποία παντρεύεται το  1961.

Τα επόμενα δύο χρόνια συνεργάζεται με το περιοδικό Ανταίος, που είχε πρωτοκυκλοφορήσει στις 20 Μαΐου 1945 με αρχισυντάκτη τον οικονομολόγο και νομικό Δημήτρη Μπάτση, ο οποίος τουφεκίστηκε στις 30 Μαρτίου 1952 μαζί με τον Νίκο Μπελογιάννη. 

Από εκεί και μετά, ο Λεκατσάς πραγματοποιεί  μία ακόμη στροφή σχετικά με τα θέματα που πραγματεύεται. Έτσι, απομακρύνεται από τη συγγραφή πολιτικών μελετών παίρνοντας αποστάσεις ταυτόχρονα και από την ενεργό πολιτική και μέχρι το τέλος της ζωής του θα ασχοληθεί σχεδόν αποκλειστικά με τη θρησκειολογία και την εθνολογία.



Το 1951 κυκλοφορεί το έργο του «Η καταγωγή των Θεσμών, των Εθίμων και των Δοξασιών», το πρώτο εκτεταμένο εθνολογικό σύγγραμμα στην Ελλάδα  

Το 1954 κυκλοφορεί το βιβλίο του «Τραγωδία ή κωμωδία; Έλεγχος του βιβλίου του Γ.Κορδάτου “Η αρχαία τραγωδία και κωμωδία. Ποιες οι κοινωνικές ρίζες του αρχαίου θεάτρου”». Το βιβλίο αυτό θα προκαλέσει ρήξη στις σχέσεις των δύο ανδρών καθώς και σκληρή απάντηση από πλευράς του Κορδάτου.

Από το 1956 έως το 1959, ο Λεκατσάς θα δημοσιεύσει τρία βιβλία του, το «Γιλγαμές, το βαβυλωνιακό έπος», το «Kάλεσμα της Θεονύμφης» και τη «Μητέρα Θεά». Το 1957 κυκλοφορεί το κορυφαίο έργο του, «Η Ψυχή. Η ιδέα της ψυχής και της αθανασίας της και τα έθιμα του θανάτου», μια μελέτη σχετικά με το πώς και από ποιους δημιουργήθηκε η έννοια της πνευματικής ψυχής ξεκινώντας από τις πρωτόγονες κοινωνίες, περνώντας στη συνέχεια μέσα από τη Διονυσιακή θρησκεία και τα μυστικά κινήματα των Ορφικών και των Πυθαγορείων και φτάνοντας μέχρι τις σωτηριακές θρησκείες. Το βιβλίο αυτό θεωρείται ένα ορόσημο με το οποίο ο Λεκατσάς καταξιώνεται ως ο θεμελιωτής της εθνολογίας στην Ελλάδα


Όπως γράφει ο Χρίστος Αλεξίου, στο περιοδικό Διαβάζω (τ.166 του 1987):  «Η Ψυχή, είναι ένα οριακό έργο που τρέφεται από όλα τα προηγούμενα έργα του και από το οποίο τρέφονται όλα τα μεταγενέστερα. Αποτελεί, έτσι, το αποκορύφωμα της πνευματικής και επιστημονικής δουλειάς του Λεκατσά και τη θεωρούσε και ο ίδιος σαν το έργο της ζωής του».

Το 1957 κυκλοφορούν, επίσης, τα βιβλία του: «Περί ύψους» του Διονυσίου ή Λογγίνου και «Οι πόλεμοι των δούλων στη ρωμαϊκή αρχαιότητα»

Από το 1957 και για τα επόμενα πέντε χρόνια θα συνεργαστεί με το περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης που είναι ό,τι πιο προοδευτικό στον πνευματικό χώρο εκείνη την εποχή. Στο περιοδικό αυτό, θα παρουσιάσει τις εργασίες του «Το θείο δράμα στις προχριστιανικές θρησκείες της Ανατολικής Μεσογείου», «Τζωρτζ Τόμσον, ένας συγγραφέας άξιος του αιώνα του», «Η καταγωγή των θιάσων, διαμόρφωση και εξέλιξη των μυητικών εταιριών»

Το 1960 θα κυκλοφορήσει τη δεύτερη έκδοση του Πινδάρου  και στην  επόμενη διετία ακολουθούν τα βιβλία του «Ευριπίδης-μετάφραση και ερμηνευτικά» και «Ἐρως», ερμηνεία μιας μορφής της προϊστορικής και ορφικοδιονυσιακής θρησκείας.

Μέσα από τις στήλες της εφημερίδας Ελευθερία δημοσιεύει σε συνέχειες τις μελέτες του «Η καταγωγή της βασιλείας», «Το κάστρο της Ωριάς και η λαβυριανθική ιερουργία», «Κλυταιμνήστρα, η σύγκρουση της προελληνικής Μητριαρχίας με την ελληνική Πατριαρχία», «Η Μεγάλη Περιπέτεια, η γνωριμία του ανθρώπου με το θάνατο και η αναζήτηση της Αθανασίας», «Η Θεία Γέννηση, στοιχεία της Προχριστιανικής Θείας Γέννησης στη Βηθλεεμική Γέννηση», «Το άστρο της Βηθλεέμ, θρησκειολογική ερμηνεία»«Η θεογαμία της Μαρίας και η καταγωγή της», «Ο θνήσκων Θεός, το προχριστιανικό Θείο Δράμα», «Αρήτη, μητριαρχικά στοιχεία στην Οδύσσεια» και άλλα

Το Δεκέμβρη του 1964 παθαίνει το πρώτο εγκεφαλικό επεισόδιο, πιθανό αποτέλεσμα της  επί σειρά ετών πολύωρης και εντατικής εργασίας του και πέφτει σε κώμα για τρεις μήνες. Ήδη, από την εποχή που έγραφε την «Ψυχή», είχε αρχίσει να φτάνει τις αντοχές του στα όριά τους. Μελετά κάθε μέρα για περισσότερο από 15 ώρες, ενώ την ίδια στιγμή πασχίζει, με όσες οικονομίες μπορεί αλλά και με όσο άγχος του δημιουργεί η προσπάθεια αυτή, να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για τις εργασίες του συγγράμματα.

Μετά από αρκετούς μήνες καταφέρνει να συνέλθει και στρώνεται πάλι στη δουλειά παρά τις συστάσεις των γιατρών του για ηρεμία και ανάπαυση.  

Το 1970 κυκλοφορούν τα τελευταία έργα του «Η μητριαρχία και η σύγκρουσή της με την ελληνική πατριαρχία» και η «Φαιακία».

Στις 6 Σεπτέμβρη του 1970,  ο Παναγής Λεκατσάς πεθαίνει από εγκεφαλική θρόμβωση

Το 1971, με φροντίδα της γυναίκας του Εύας Βλάμη, κυκλοφορεί το μεγάλο του έργο «Διόνυσος» που ο ίδιος δεν πρόλαβε να εκδώσει και το 1973 ο «Λαβύρινθος».


Για το «Διόνυσο» αξιοσημείωτα είναι τα λόγια του μεγάλου ελληνιστή, φιλόσοφου και αρχαιολόγου Τζωρτζ Τόμσον προς την Εύα Βλάμη-Λεκατσά. Ο συγγραφέας του κλασσικού έργου “Το προϊστορικό Αιγαίο” έγραψε στη γυναίκα του συγγραφέα πως το «Διόνυσο» θα τον κρατήσει ανάμεσα στα πιο πολύτιμα βιβλία του, «όχι μόνο από αγάπη προς τον Παναγή, αλλά και σαν αριστούργημα της ελληνικής φιλολογίας. Είναι νομίζω από τις πλατύτερες και βαθύτερες μελέτες της Διονυσιακής θρησκείας που υπάρχουν σε οποιαδήποτε γλώσσα, και εκτός από αυτό, έχει κάποια δική του, του Παναγή ελληνικότητα, που ενώνει τη μεταχείριση του θέματος μαζί με το θέμα το ίδιο»


Η ανθρώπινη διάσταση του Παναγή Λεκατσά

Όπως αφηγείται η ανιψιά της Εύας Βλάμη, Κατερίνα Ιακωβίδου, στο περιοδικό Διαβάζω: «Ήταν σεμνός, όμορφος, όμορφος απέξω κι από μέσα, διακριτικός, πολύ καλός ομιλητής, καταπληκτικός συνομιλητής, ήταν χιουμορίστας και ποιητής ο Παναγής»


Η αφοσίωση στη δουλειά του ήταν μοναδική αλλά, δυστυχώς, εξοντωτική για την υγεία του. Η Κατερίνα Ιακωβίδου συνεχίζει την αφήγησή της : «Δούλευε μερόνυχτα στο πελώριο τραπέζι, με απλωμένα χαρτιά και στοίβες στην άκρη του τραπεζιού από κόλλες κατριγιέ, στις οποίες συνήθιζε να γράφει. Σταματούσε μόνο όταν τον έπιανε ο πονοκέφαλος. Ο πονοκέφαλος που φοβόμουν πολύ, και που τότε απέδιδα στο μεγάλο κεφάλι του Παναγή, που΄ταν γεμάτο με πολλά γράμματα, έξι τουλάχιστο γλώσσες, σανσκριτικά, και βιβλία πολλά, που τα΄ξερε απέξω, παράγραφο την παράγραφο, σελίδα τη σελίδα, θέμα το θέμα …

… Δε θα ξεχάσω την περίοδο που δούλευε την «Ψυχή». Η πίσω πόρτα της αυλής άνοιγε σπάνια εκείνη την εποχή για κουβέντες και αστεία. Είχε μείνει μισός, αγνώριστος, με βαθουλωμένα μάγουλα, σαν άρρωστος…

… Έμενε νηστικός για να διαθέσει τα λίγα χρήματα στην αγορά βιβλίων που ήσαν απαραίτητα στις έρευνές του. Όλη η βιβλιοθήκη έτσι ήταν φτιαγμένη, από αίμα. Κι έκανε ωστόσο ό,τι μπορούσε. Έδινε άρθρα σε έντυπα για πενιχρές αμοιβές, κι από πάνω του΄καναν περικοπές, κάτι που αληθινά τον τρέλαινε. Του μαύριζε την ψυχή. Κι είχε αναγκαστικούς συντρόφους την ταραχή και το άγχος. Όμως τραβούσε μπροστά, αντίθετα στο ρεύμα, τρύπωνε στο δωμάτιο και δούλευε, δούλευε ακατάπαυστα, γνωρίζοντας πως ο χρόνος του ήταν λίγος…»

Η μόνη περιουσία που απέκτησε στη ζωή του ο Λεκατσάς ήταν τα βιβλία του και τα χειρόγραφά του. Αυτά και μόνο κληροδότησε με τη διαθήκη του στη γυναίκα του Εύα Βλάμη. Δεν είχε τίποτε άλλο



Ο Παναγής Λεκατσάς ήταν τόσο ταγμένος στο έργο που είχε αποφασίσει να υπηρετήσει , ώστε καμία πρόταση δεν μπορούσε να τον αποσπάσει από αυτό, όσο τιμητική και κολακευτική και αν ήταν. Η αφοσίωση στο έργο του αλλά και η χωρίς ιδιοτέλεια και συμβιβασμούς ζωή του τον κράτησαν μακριά από δημόσια αξιώματα

Το 1963 αρνήθηκε την πρόταση που του έγινε από τον τότε πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου να αναλάβει την έδρα του καθηγητή της Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων. Την ίδια εποχή, επίσης, είχε αρνηθεί να διδάξει ανθρωπολογία στο Πανεπιστήμιο του Όσλο.

« … Έφταναν συνεχώς προσκλήσεις από συνέδρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο όνομα του Παναγή, προσκλήσεις που΄ταν στοιβαγμένες κι επάνω τους ένα χαρτάκι καρφιτσωμένο έγραφε “ δεν πήγα” , μ΄ένα νόημα σχεδόν θριαμβικό…»

Σεμνός και μετρημένος, απέφευγε την αυτοπροβολή και την υπερέκθεση. Στεκόταν μακριά από επιστημονικές διοργανώσεις που είχαν κοσμικό χαρακτήρα και οι σχέσεις του με την ακαδημαϊκή αριστοκρατία ήταν οι χειρότερες δυνατές. Οι μόνες παραχωρήσεις που επέτρεψε στον εαυτό του ήταν μερικές σποραδικές διαλέξεις ή ομιλίες σε εκδηλώσεις, όπου  εντυπωσίαζε με τη δεινότητα του λόγου και της σκέψης του.  



«Από το δωμάτιό του έβγαινε σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ήταν η γιορτή του Βάρναλη, άλλοτε πάλι οι διαλέξεις στο κτίριο της οδού Ακαδημίας, όπου διανοούμενες, αλλά και διανοουμενίζουσες, μαζεύονταν για να τον ακούσουν …»



Αντίθετα, αγαπούσε πολύ τη νεολαία και το σπίτι του ήταν πάντα ανοιχτό στους φοιτητές, τους οποίους ο Λεκατσάς θεωρούσε πνευματικά του παιδιά. Σύμφωνα με τον Ανδρέα Λεντάκη, ο Παναγής Λεκατσάς πίστευε στους νέους και τους έβλεπε ως μοναδική ελπίδα: «Πιστεύω πολύ στους νέους. Ίσως μόνο σε αυτούς πιστεύω. Η μεγαλύτερη λύπη που παίρνω είναι όταν με απογοητεύει ένας νέος άνθρωπος και η μεγαλύτερη χαρά, όταν πάλι ένας νέος μου δίνει τη σιγουριά για το πνευματικό μέλλον» 

Ως συγγραφέας διακρινόταν για την ευσυνειδησία και την επιδίωξη της τελειότητας από κάθε άποψη. «Τέλεια δομή και κατάταξη του πολυσύνθετου υλικού της μελέτης. Σαφήνεια. Γλώσσα πλούσια, χυμώδης, κατανοητή κι από τον μη ειδικό», γράφει ο Βασίλης Περσείδης στο περιοδικό Διαβάζω

Τα λόγια του Λεκατσά στον πρόλογο τόσο των Θεσμών όσο και της Ψυχής, δείχνουν επίσης τη μετριοφροσύνη αλλά και το ανώτερο ήθος του: « Ό,τι καλό χαρεί ο αναγνώστης στο μόχθο μου, να ξέρει πως το χρωστά στις αυθεντίες που ακολουθώ και που κι όταν ακόμα η μέθοδός μου με υποχρεώνει ν’ αλλαξοδρομήσω, πάλι δεν παύω να τους είμαι χρεώστης »

Στο ανώτερο ήθος του Λεκατσά αναφερόταν συχνά και ο Ανδρέας Λεντάκης, εκθειάζοντας την καταδεκτικότητα και τη σεμνότητά του

Όπως φαίνεται όμως από τα λεγόμενα πολλών, το μεγάλο αυτό μυαλό είχε και ένα ελάττωμα. Δεν ανεχόταν εύκολα την κριτική για το έργο του και πολλές φορές είχε έρθει σε ρήξη με φίλους και συνοδοιπόρους, όπως τον Τάσο Βουρνά και το Δημήτρη Γληνό, για κριτικές που του είχαν ασκήσει πάνω στο έργο του 

Χαρακτηριστική είναι η διακοπή της συνεργασίας του με το περιοδικό Ανταίος επειδή δημοσιεύτηκε σε αυτό ένα άρθρο που επέκρινε το βιβλίο του Π.Λεκατσά «Απολογητικός του παλαιοδημοτικισμού». Όπως αφηγείται ο Τάσος Βουρνάς στο περιοδικό Διαβάζω : « όταν ο Στάθης ο Δρομάζος του έκανε μια αυστηρή κριτική στον Ανταίο με ψευδώνυμο, ο Λεκατσάς νομίζοντας ότι κάτω από το ψευδώνυμο κρυβόμουν εγώ, μου΄κοψε την καλημέρα ύστερα από δεκαπενταετή φιλία. Ο σπουδαίος αυτός άνθρωπος αντιδρούσε παιδικά στην κριτική»

Για το Δημήτρη Γληνό, επίσης, αναφερόταν με υποτιμητικά λόγια, χαρακτηρίζοντάς τον μέτριο δάσκαλο, εξαιτίας μιας κριτικής που του είχε ασκήσει αυτός στους Νέους Πρωτοπόρους το 1935 για το πρώτο του βιβλίο.

Στο θέμα αυτό φαίνεται να συγκλίνει και η Κατερίνα Ιακωβίδου, τονίζοντας όμως ότι οι καυγάδες του ήταν καθαρά επιστημονικοί: «Ήταν  όμως και λίγο έως πολύ καυγατζής επιστημονικού επιπέδου και μόνο. Άλλωστε είναι γνωστές κάποιες διαμάχες με πρόσωπα του πνευματικού κόσμου. Σήμερα, στον επιστημονικό κόσμο που κινιόταν ο Παναγής γράφονται και λέγονται πολλά. Αρμοστά και ανάρμοστα, με το συμπάθειο, αλλά δεν υπάρχει κανείς να τους αντικρούσει. Ο Παναγής ήταν sui generis άνθρωπος…»


                                                      

Ο ίδιος, παρόλα αυτά, δεν δίσταζε να ασκεί αυστηρή κριτική σε άλλους συγγραφείς και δεν υπολόγιζε μπροστά σε αυτό που θεωρούσε επιστημονικά σωστό, τις συνέπειες που θα είχε μια τέτοια κριτική στις διαπροσωπικές του σχέσεις. Μία τέτοια κριτική προκάλεσε τη ρήξη στη σχέση του με το Γιάννη Κορδάτο και στάθηκε η αρχή της απομάκρυνσης του Παναγή Λεκατσά από την ενεργό πολιτική δράση 

Πριν όμως αναφερθούμε αναλυτικά στη σύγκρουση του Λεκατσά με τον Κορδάτο, θα μιλήσουμε για μια άλλη «σύγκρουση» του Λεκατσά, αυτή τη φορά με ένα ιερό τέρας της ελληνικής ποίησης, τον Άγγελο Σικελιανό



Η "σύγκρουση" με το Σικελιανό


Τον Οκτώβριο του 1943 αρχίζουν οι ενδοαντιστασιακές συγκρούσεις, καθώς το ΕΑΜ κατηγορεί τον ΕΔΕΣ για δοσιλογισμό και συνεργασία με τις αρχές κατοχής.  Στον απόηχο των συγκρούσεων αυτών, ο Άγγελος Σικελιανός γράφει το ποίημα «Το Μήνυμά της» που δημοσιεύεται στο περιοδικό Καλλιτεχνικά Νέα, τεύχος 28




Στο ποίημα αυτό, ο Σικελιανός αναπαριστά την Ελλάδα, σαν μια γρια πονεμένη μάνα να θρηνεί που τα παιδιά της σκοτώνονται άδικα μεταξύ τους και να ζητάει σπαρακτικά την ενότητα και τη συμφιλίωσή τους.

Καθότανε στη ρίζα του πλατάνου
...
η βάβω-γριά, στοιχειό καιρών και τόπων,
σκυφτή, κι έστριβ'ασάλευτη τ'αδράχτι
στα ροζωμένα χέρια η ίδια ως νάταν 
γύρω μας γη, που την λέμε Ελλάδα

«Αχ, πώς το πάθαν τούτο τα παιδιά μας;
Αδέρφια να σκοτώνουνε τ’ αδέρφια!…
Τα παιδιά μου να σφάζουν τα παιδιά μου!

Μήνυμα απλό σας στέλνω, από το στόμα 
της αιώνιας Μάννας, που τη λέμε Ελλάδα…
Μήνυμα απλό Σας γράφω, από τα σπλάχνα 
της αιώνιας Μάννας, που τη λέμε Ελλάδα…
Μήνυμα απλό Σας κράζω, από τα βάθη 
του πόνου της, αδέρφια της Ελλάδας…

Σώνει η σφαγή, που τυραννάει τη Μάννα!
Σώνει η σφαγή τη Μάννα μας που σφάζει!

Κι αχ, ακούστε με, αδέρφια της Ελλάδας!»


Το ποίημα αυτό εμφανίζεται ως δώρο εξ ουρανού για την κυβέρνηση των δοσιλόγων του Ράλλη που αποφασίζει να το χρησιμοποιήσει προπαγανδιστικά προκειμένου να πλήξει την αντίσταση, υποστηρίζοντας ότι ο ποιητής δεν αναφέρεται στις ενδοαντιστασιακές συγκρούσεις, αλλά στις συγκρούσεις ανάμεσα στο ΕΑΜ και τα προδοτικά Τάγματα Ασφαλείας

Όπως γράφει ο Αλέξανδρος Αργυρίου στην Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας«Ο κύριος συνήγορος της ιδέας περί εμφυλίου πολέμου, Ιωάννης Ράλλης (1878-1946), ή κάποιο σαΐνι, του επιτελείου του, με το πολιτικό του αισθητήριο αντιλήφθηκε ότι το ποίημα ερχόταν ως δώρο εξ ουρανού. Έβρισκε απροσδόκητα έναν συνήγορο, τον Σικελιανό, πρόσωπο υπεράνω υποψίας και αποδεδειγμένα "εθνικό κεφάλαιο" σε όλες τις κρίσιμες περιστάσεις»

Την επόμενη μέρα, με κυβερνητική εντολή, το ποίημα δημοσιεύεται στην εφημερίδα Ακρόπολη και μετά από λίγες ημέρες το ποίημα γίνεται αφίσα και τοιχοκολλείται στο κέντρο της Αθήνας.

Κάποιοι δογματικοί έφτασαν να καταγγείλουν το Σικελιανό για εθνική μειοδοσία. Κάποιοι άλλοι, όπως ο Τάσος Βουρνάς, μίλησαν για αφέλεια του ποιητή. Πάνω σ'αυτό, ο Αλέξανδρος Αργυρίου γράφει : «Το να θεωρηθεί ότι ο πάντα αγαθής προέλευσης, Σικελιανός επιστρατευόταν να παίξει πολιτικό παιχνίδι, με το εκ βαθέων αυτό ποίημα του, είναι απερίσκεπτο. Δεν αποκλείεται ωστόσο ο ποιητής, κινούμενος, ίσως, από συγκεκριμένο περιστατικό, να αντέδρασε με το ποίημα αυτό, πιστεύοντας ότι συνέβαλε στην αποτροπή του κακού, χωρίς να είναι ικανός να προβαίνει σε πολιτικές συγκρίσεις εκείνης της ανώμαλης και δυσανάγνωστης περιόδου και να κρίνει ότι η συγκυρία των περιστάσεων ευνοεί την ενεργό παρέμβαση του επ αγαθώ»
 
Το ΕΑΜ αποφασίζει να αντιδράσει. Μπορεί, όντως, το ποίημα του Σικελιανού να ήταν καλοπροαίρετο, έπαιρνε όμως άλλη σημασία όταν οι Αθηναίοι το έβλεπαν τοιχοκολλημένο σε αφίσα, δίπλα από τις άλλες αφίσες των Γερμανών που κοινοποιούσαν τις εκτελέσεις φυλακισμένων Ελλήνων ως αντίποινα των αντιστασιακών πράξεων.

Έτσι κι αλλιώς, όμως, ακόμη και αν ο Σικελιανός μιλούσε για τις ενδοαντιστασιακές συγκρούσεις και όχι για τα Τάγματα Ασφαλείας, για το ΕΑΜ το ιδεολόγημα περί εμφυλίου ήταν ακατανόητο καθώς το ΕΑΜ θεωρούσε ότι οι υπόλοιπες οργανώσεις είτε ήταν ενδοτικές είτε έκαναν ζημιά στην Αντίσταση μη δεχόμενες να συνεργαστούν με αυτό.

Το ΕΑΜ, λοιπόν, ένιωθε ότι έπρεπε να δώσει απάντηση σε αυτό το ποίημα με ένα άλλο ποίημα, που έπρεπε - όσο δύσκολο και αν φαινόταν αυτό - να είναι το ίδιο ή πιο δυνατό από το αντίστοιχο ποίημα του Σικελιανού. Για το σκοπό αυτό, λοιπόν, επιλέχθηκε ο Παναγής Λεκατσάς που είχε αποδείξει πολλές φορές την ικανότητά του στο λόγο, αλλά και στο να μιμείται αλλότριο ύφος, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Τάσος Βουρνάς στο περιοδικό Διαβάζω.

Πράγματι, ο Λεκατσάς έγραψε αυτό το ποίημα–απάντηση. Γραμμένο στο ύφος του Σικελιανού, είχε το ίδιο μέτρο, την ίδια στιχουργική μορφή και τον ίδιο τίτλο. Επιβλητικό και δυνατό, προκάλεσε δέος με τη δύναμη του λόγου και των εικόνων του. 

Στο ποίημα αυτό, ο Λεκατσάς είδε κι αυτός την Ελλάδα. Όμως ούτε γριά ήτανε, ούτε άσχημη, ούτε λυπημένη, όπως την είχε περιγράψει ο Σικελιανός. Απεναντίας, ήτανε νέα, όμορφη και περήφανη και καλούσε τα παιδιά της να τσακίσουν τους εχθρούς της και τους  προδότες.

Σ' είδα - μα όχι γριά σακατεμένη
στη ρίζα ενός πλατάνου με τη ρόκα -
μα στ'αδούλωτα επάνω τα βουνά σου
θριαμβική μεγαλόχαρη παρθένα
απ'τα κόκκαλα πάλι των Ελλήνων 
ν'ανεβαίνεις, κι ορθή μ'αβίαστο βλέμμα
τις στεριές να μετράς ολόγυρά σου 
και τα πέλαγα, ω μάνα μας Ελλάδα

 «Όλοι σ’ άρματα γύρω μου, της νιότης 
κι οι πρωτόλουβοι ανθοί κι οι μεστωμένοι, 
κάθε μάννα προβάδισε το γιο της, 
η παιδούλα μού στέλνει το γονιό της
κι η μονάχη αδελφή τον αδελφό της.
Απ’ τα απάτητα επάνω Ακροκεραύνεια
ως τα βράχια της Κρήτης ένα κύμα.

Όποιος άξιος μού ακούει το κάλεσμά μου 
και βοηθάει τα μαχόμενα παιδιά μου.
Μα όσοι οχτροί μου κι επίβουλοι, όποιοι νάναι
και δικοί μου και ξένοι, που τροχάνε
το μαχαίρι από πίσω, αδερφωμένοι
με τον ξένο κι οχτρό οι καταραμένοι
και τους γυιούς μου χτυπάν που πολεμάνε 
ω στ’ αθάνατο ορκίζομαι όνομά σας !

«Στον καημό που με πνίγει στα αίματά σας, 
μα τον πόνο της μάνας, μα το δάκρυ
του ορφανού που με καίει απ’ άκρη σ’ άκρη, 
ΑΠΟ ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΧΕΡΙ ΝΑ ΣΥΡΘΟΥΝΕ
ΣΤΑ ΝΩΠΑ ΜΝΗΜΑΤΑ ΣΑΣ ΝΑ ΣΦΑΓΟΥΝΕ»

Κι ήταν το χέρι εκείνο τ’ άγιο χέρι
της παρθένας αδούλωτης Ελλάδας.»





Το ποίημα αυτό, το 1944, συμπεριλήφθηκε στο Αναγνωστικό για την Ε΄ και ΣΤ΄ τάξη του Δημοτικού Σχολείου Ελεύθερη Ελλάδα που συντάχθηκε από τον Μιχάλη Παπαμαύρου με τη συνεργασία και άλλων εκπαιδευτικών και εκδόθηκε από την ΠΕΕΑ.





Ο μαρξιστής Λεκατσάς και η σύγκρουση με τον Κορδάτο


Όπως αναφέραμε, από την εφηβική του κιόλας ηλικία, ο Παναγής Λεκατσάς έρχεται σε επαφή με τη μαρξιστική φιλοσοφία και τη διαλεκτική σκέψη. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής εντάσσεται στο ΕΑΜ, χωρίς όμως να ενταχθεί στο ΚΚΕ ή σε άλλους αριστερούς σχηματισμούς. Παραμένει, μάλιστα, ανένταχτος μέχρι το τέλος της ζωής του.

Στα Δεκεμβριανά συλλαμβάνεται και φυλακίζεται στο Γουδί, σώζεται όμως μετά από την παρέμβαση του συγγενή και φίλου του Κώστα Κουβαρά, αξιωματικού του αμερικανικού στρατού.

Μετά την απελευθέρωση και για πολλά χρόνια, ο Λεκατσάς αρθρογραφεί σε πολλά έντυπα της Αριστεράς: Ριζοσπάστη, Ρίζο της Δευτέρας, Ελεύθερη Ελλάδα, ΚΟΜΕΠ, Ελεύθερα Γράμματα.

Όπως αναφέρει ο Τάσος Βουρνάς στο περιοδικό Διαβάζω: «Ο Λεκατσάς ήταν ένας εύστοχος επιφυλλιδογράφος. Στηριγμένος στις απέραντες γνώσεις του, είχε την ευχέρεια να θεμελιώνει το ζητούμενο πολιτικό παρόν σε ανάλογα γεγονότα του αρχαίου παρελθόντος και με την ορμή του λόγου του να δημιουργεί στον αναγνώστη το κατάλληλο κλίμα καταδίκης της βίας, της διαφθοράς ή της αυθαιρεσίας της σύγχρονης εξουσίας με παραδείγματα ή πεπραγμένα των αρχαίων τυράννων που πέρασαν απ΄αυτή τη γωνιά του πλανήτη μας και γέμισαν με αίμα και δάκρυα τη γη των Ελλήνων»

Όπως αναφέραμε και παραπάνω, ο Λεκατσάς ήταν μαρξιστής. Είναι εμφανής σε όλο το έργο του η ανάλυση των κοινωνικών σχέσεων του αρχαίου κόσμου, μέσω της μαρξιστικής θεωρίας της πάλης των τάξεων. Από τον πρόλογο του Λεκατσά στην "Πολιτεία του ήλιου" διαβάζουμε: " Κατά την άνοδό του ο ελληνικός κόσμος, που συμπλέκεται κατά την τελευταία του φάση και ταυτίζεται με το ρωμαϊκό, ανάπτυξε βέβαια σ' αψηλότατο βαθμό το δημοκρατικό πολίτευμα, τη μεταφυσική και ηθική φιλοσοφία και την τέχνη∙ δεν ανάπτυξε όμως την τεχνική, γιατί βασίστηκε, όπως άλλωστε κι ο ρωμαϊκός, στη δουλεία. Μην έχοντας όμως αναπτύξει την τεχνική και συνακόλουθα τα μέσα της παραγωγής, δε διαμόρφωσε στο κοινωνικό σώμα του και την προοδευτική εκείνη τάξη που σαν φορέας της συνέχειας του πολιτισμού θα τον προωθούσε σ' ανώτερες κοινωνικοπολιτικές συνθέσεις. 

Οι ελεύτεροι έχουν διαφοροποιηθεί μέσα από την ακμή των δημοκρατιών: στους πλούσιους, που συγκεντρώνουν το χρηματικό και το χτηματικό πλούτο, που ζητούν να καταλύσουν τη δημοκρατία και να επιβάλουν την ολιγαρχική εξουσία τους - και που δεν είναι έτσι τάξη προοδευτική, γιατί ξαναγυρίζουν σε ξεπερασμένες μορφές οικονομίας και πολιτείας∙ και στον απογυμνωμένο λαό, τους αχτήμονες-προλετάριους, που ζουν παρασιτικά από τα διάφορα λειτουργήματα κι από τη βίαιη με την πολιτική εξουσία, που διαθέτουν στις αρχαίες δημοκρατίες κοινωνικοποίηση του πλούτου των κατεχόντων - και που, κατά συνέπεια, δε φέρνουν τη λύση του κοινωνικού προβλήματος, μα ή το διατηρούν ή το θεραπεύουν προσωρινά για να το ανανεώσουν εντονότερο σε λίγο. Αλλά κ' οι  δούλοι, συμμάζεμα απ'όλες τις καθυστερημένες φυλές της γης, δεν είναι τάξη προοδευτική, ούτε καν τάξη∙γιατί δε διαμορφώνονται από μιαν οργανική κοινωνική διαφοροποίηση, μα αποτελούν στοιχείο εμβόλιμο στον κοινωνικό οργανισμό κι αποκλεισμένοι καθώς είναι από τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, στερούνται την πείρα και τα διαφέροντα του πολιτισμού που τους επιβάλλεται και κατά συνέπεια δε μπορούν ν'αναλάβουν τον ιστορικό ρόλο της προώθησής του∙ γι'αυτό κ' η επαναστατική τάση τους δεν είναι τάση κοινωνικής αναστοιχείωσης, μα καταστροφικής ανταρσίας κι ανταλλαγής των ρόλων. 

Εξαιτίας έτσι της μη ανάπτυξης της τεχνικής, ο αρχαίος κόσμος δε βρίσκει διέξοδο για τη συνέχειά του σ' ανώτερες κοινωνικοπολιτικές συνθέσεις, μπλέκεται σ'ένα τραγικό αδιέξοδο και σφαδάζει από τη συστροφή μέσα στα σπλάχνα του των άλυτων οικονομικών και κοινωνικών αντιθέσεων που προκύπτουν από το θεσμό της δουλείας∙ γιατί ενώ η ιστορική ανάγκη απαιτεί την κατάργηση της δουλείας για την ανάπτυξη ελεύτερης εργασίας, τεχνικής και παραγωγικών τάξεων, η έλλειψη της τεχνικής που προκάλεσε η δουλεία, κάνει σε φαύλο κύκλο τη δουλεία πάντα αναγκαία. 

Έτσι και οι αγώνες των αχτημόνων ενάντια στην ολιγαρχία για τη διατήρηση της δημοκρατίας δεν τελεσφορούν και οι δουλικές επαναστάσεις καταπνίγονται όλες. Στην ήττα αυτή της δημοκρατίας και στη διατήρηση του καθεστώτος της δουλείας, συντελούν τελικά η μακεδονική πρώτα και η ρωμαϊκή  ύστερα κατάχτηση του μεσογειακού κόσμου, που ύστερα από μια λαμπρότατη καμπύλη πολιτισμού, ξαναπέφτει στις παλιές μορφές της μοναρχίας και της ολιγαρχίας, όχι πλέον οργανικές φάσεις της εξέλιξης, όπως η αλλοτινή ηρωϊκή βασιλεία και η αριστοκρατία, αλλά συστήματα ωμής αντιδραστικής κρατικής βίας πάνω στον κόσμο, που δε βρίσκει την ιστορική διέξοδο για τη συνέχεια του πολιτισμού του    

Όμως, όπως λέει ο Γιάννης Μηλιός στο βιβλίο του "Ο Μαρξισμός ως σύγκρουση τάσεων", ο Λεκατσάς διαφοροποιείται από την κυρίαρχη εκδοχή του μαρξισμού, τη δογματική-οικονομιστική∙ μια διαφοροποίηση που, σύμφωνα πάλι με το Μηλιό, υποκρύπτεται πίσω από τη σφοδρή σύγκρουση του Λεκατσά με το μαρξιστή ιστορικό Γιάννη Κορδάτο. 

Το 1954, κυκλοφόρησε το βιβλίο του Κορδάτου «Η αρχαία Τραγωδία και Κωμωδία. Ποιες οι κοινωνικές ρίζες του αρχαίου θεάτρου». Το βιβλίο αυτό προκάλεσε την αντίδραση του Λεκατσά, ο οποίος εξέδωσε βιβλίο - απάντηση σε αυτή τη δουλειά του Κορδάτου με τον τίτλο: «Τραγωδία ή Κωμωδία; Έλεγχος του βιβλίου του Γ. Κορδάτου»

H κριτική του Λεκατσά πάνω στο βιβλίο του Κορδάτου ήταν πολύ σκληρή:  «Το βιβλίο που μας έλαχε ο θλιβερός κλήρος να κρίνουμε, μπορούμε, με τις αποδείξεις που φέρνουμε, να το χαρακτηρίσουμε σαν ψευτομαρξιστική πλαστογραφία της Ιστορίας του αρχαίου Θεάτρου… Τα λάθη πραγματικά του βιβλίου ανεβαίνουν μ’ ένα πρόχειρο μέτρημα στις 6.500 περίπου» γράφει σε κάποιο σημείο του βιβλίου του ο Λεκατσάς

O Λεκατσάς, προχωρώντας σε έναν διεξοδικό έλεγχο του βιβλίου του Κορδάτου, το απορρίπτει ως αντιεπιστημονικό, ψευτομαρξιστικό  και με σωρεία λαθών. Αμφισβητώντας, όμως, ο Λεκατσάς το μαρξισμό του Κορδάτου, αμφισβητεί την επικρατούσα εκείνη την εποχή εκδοχή του, τη σοβιετική και δη τη σταλινική.

Ο Γιάννης Μηλιός προσπαθεί να ερμηνεύσει αυτή τη σύγκρουση : «Στο πρόσωπο του Κορδάτου δεν ασκείται απλώς κριτική σε έναν μεμονωμένο ιστορικό ή, πολύ περισσότερο σε ένα μόνο συγκεκριμένο έργο, αλλά σε μια ολόκληρη θεωρητική μεθοδολογία και παράδοση, της οποίας ο Κορδάτος υπήρξε, όπως είδαμε, ο επιφανέστερος εκπρόσωπος στη χώρα μας: στη μεθοδολογία και την παράδοση του σοβιετικού (σταλινικού) μαρξισμού.

… ούτε η κριτική του Λεκατσά προς τον Κορδάτο ήταν ατεκμηρίωτη ούτε μια τέτοια κριτική διατυπωνόταν για πρώτη φορά…  Μια ουσιαστική διαφορά της κριτικής του Λεκατσά προς τον Κορδάτο ως προς τις αντίστοιχες προηγούμενες, είναι ότι τοποθετείται σε μια ιστορική συγκυρία που ο μαρξισμός του Κορδάτου (ο «σοβιετικός μαρξισμός») έχει επιβληθεί στην Αριστερά ως η μοναδική εκδοχή του μαρξισμού, ενώ ο Κορδάτος έχει αναγορευθεί σε κατ’ εξοχήν θεματοφύλακα αυτής της μαρξιστικής «αλήθειας».

Για να διατυπωθεί, λοιπόν, μια τέτοια απορριπτική κριτική προς τον Κορδάτο απαιτείτο, στη δεδομένη συγκυρία (1954), πολύ περισσότερη τόλμη, επιστημονικό πάθος και, γιατί όχι, οργή, από ό,τι στο παρελθόν»

Ο Κορδάτος δεν άφησε αναπάντητη αυτή την κριτική και αντεπιτέθηκε με μια 32σέλιδη απάντηση γεμάτη με κατηγορίες και ύβρεις. Σε αυτή την απάντηση που έφερε τον τίτλο «Ο κ. Παναγής Λεκατσάς χωρίς το προσωπείο» ο Κορδάτος. αντί να απαντά στην ουσία της κριτικής του Λεκατσά, επιδίδεται σε συκοφάντηση και σπίλωση της προσωπικότητάς του. Κατηγορεί το Λεκατσά για "εγωπάθεια και υπερφίαλη προσωπικότητα", "παποσύνη της αρχαιογνωσίας", "λεξιθηρία και λεξιμαγεία που του δίνουν όχι μόνον τον τίτλο του φορμαλιστή αλλά και του σουρρεαλιστή", καθώς και για "καμουφλαρισμένο μυστικισμό και ιδεαλισμό της χειρότερης μάρκας"

Και ο Κορδάτος συνεχίζει:  «Μεταχειρίζεται πάντα υβριστικές φράσεις που δείχνουν πως είναι εγωπαθής και υπερφίαλος… έχει πάρει ο νους του αέρα… φαντάζεται τον εαυτό του ως πνευματικό δικτάτορα… προβάλλει τον εαυτό του ως αλάθητο Πάπα της αρχαιογνωσίας… Στα τελευταία τούτα χρόνια ο Λεκατσάς ζη απομονωμένος από την πραγματική ζωή... κάποια ψυχική αναταραχή τον βασανίζει… δεν ζη παρά μέσα στην πνιγηρή ατμόσφαιρα της εγωπάθειάς του... παίζει το ρόλο του Δον Κιχώτη και βάλλει κατ’ ανεμόμυλων… ένας αρνητής που χτίζει κάστρα στον αέρα και με το κόσκινο τραβά νερό… έχουν ήδη καταπιαστεί μ’ αυτόν οι ψυχίατροι. Ήταν καιρός…»

Στα λόγια του Κορδάτου βλέπουμε μια ανεπίτρεπτη επίθεση∙ όχι στην κριτική που του έγινε από το Λεκατσά, αλλά απέναντι στην προσωπικότητά του. Πόσο μάλλον όταν γνωρίζουμε ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή, οι δύο άντρες είχαν στενούς δεσμούς φιλίας και αλληλοεκτίμησης. Μια επίθεση, πάντως, που δεν ξενίζει όσους έχουν παρακολουθήσει την τύχη που είχαν και άλλοι διαφωνούντες εντός του αριστερού κινήματος   

Η διαμάχη του Λεκατσά με τον Κορδάτο προκαλεί αμετάκλητη ρήξη με την κομματική ηγεσία της αριστεράς καθώς στη διένεξη αυτή, η ΕΔΑ παίρνει το μέρος του Κορδάτου και από τότε δεν δημοσιεύει ούτε καν ανακοίνωση για τα βιβλία του Λεκατσά που κυκλοφορούν. Δυστυχώς, όπως έγραψε ο Ανδρέας Λεντάκης : «Η αριστερά δεν εξετίμησε αυτό που΄θα ΄πρεπε να΄χει κορόνα στο κεφάλι της»

Σε ό,τι αφορά το Λεκατσά, η αφοσίωσή του στο έργο του δεν του επιτρέπει κανενός είδους υποχωρήσεις. Έτσι, αποσύρεται ολοκληρωτικά από την ενεργό πολιτική και αφοσιώνεται αποκλειστικά στο επιστημονικό του έργο



Η απομόνωση του Λεκατσά

Όπως είναι εύκολο πλέον να αντιληφθεί κανείς, ήταν τέτοια η προσωπικότητα του Λεκατσά και το ελεύθερο πνεύμα του, που δεν του επέτρεπαν καμία σκοπιμότητα και καμία υποχώρηση στις αξίες και στα πιστεύω του. Η μαρξιστική του τοποθέτηση τον τοποθετούσε εξ΄ορισμού στους εχθρούς του δεξιού καθεστώτος, ενός καθεστώτος κατ΄επίφαση δημοκρατικού. 

Υπάρχει μια ιστορία που μοιάζει με ανέκδοτο και αναδεικνύει την απομόνωση και το εχθρικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούσε και δούλευε ο Παναγής Λεκατσάς. Όταν κάποτε ήρθε στην Ελλάδα ένας Πολωνός εθνολόγος, ρώτησε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών πώς μπορούσε να συναντήσει το Λεκατσά. Η απάντηση που πήρε, ήταν να αποτανθεί στην Αστυνομία! 

Από την άλλη, το ελεύθερο πνεύμα του και η τόλμη του να θέτει σε αμφισβήτηση τις επικρατούσες αντιλήψεις της κυρίαρχης εκδοχής του μαρξισμού, τον καθιστούσε αιρετικό στους ομοϊδεάτες του. Όλα αυτά έκαναν το Λεκατσά να πορεύεται ένα μοναχικό δρόμο. Εχθρός για τους δεξιούς, αιρετικός για τους αριστερούς και τελικά μόνος του.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Παναγιώτης Τσολιάς στη Νέα Κοινωνιολογία« ... ο Λεκατσάς κλείστηκε πιο πολύ στον εαυτό του, απομακρυνόμενος ολοένα όμως ταυτόχρονα από την πραγματική ζωή και κυρίως από τη λαϊκή βάση. Δημιούργησε έτσι άθελά του τον τύπο του "μοναχικού πολεμιστή". Του διανοητή, δηλαδή, που μπορεί να σταθεί ανάμεσα στην πιο σκληρή αμφίπλευρη κριτική, δίνοντας ένα μέγιστης αξίας έργο με το οποίο στηλιτεύει τα κακώς κείμενα και των δύο πλευρών, εισάγοντας συχνά "καινά δαιμόνια", απευθυνόμενος όμως σε ένα περιορισμένο σχετικά κοινό, όπως αργότερα έκαναν ο Πουλαντζάς, ο Καστοριάδης και άλλοι» 

Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε και τη διαμάχη που ξέσπασε μετά το θάνατο του Λεκατσά μεταξύ των εκδοτών του για τα πνευματικά δικαιώματα του έργου του, μια δικαστική διαμάχη που κράτησε για πάνω από δέκα χρόνια τα έργα του Λεκατσά στο συρτάρι, μπορούμε να αντιληφθούμε γιατί ο μεγάλος αυτός διανοητής δε γνώρισε τελικά την αναγνώριση που του άξιζε και παραμένει ακόμη και σήμερα ένας μεγάλος άγνωστος στο ευρύ ελληνικό κοινό

Ίσως, επίσης, να μην είναι άστοχη η φράση που είχε πει η σύντροφός του, Εύα Βλάμη, ότι ο Λεκατσάς έπρεπε να είχε γεννηθεί 80 χρόνια αργότερα, καθώς θεωρούσε ότι δεν ήταν ακόμη έτοιμη η ελληνική πνευματική κοινότητα να αφομοιώσει και να αξιοποιήσει το έργο του. 

Ακόμη και τώρα, όμως, φαίνεται πως δεν υπάρχουν συνεχιστές του έργου του. Όπως γράφει ο Παναγιώτης Τσολιάς : « ... το έργο του Λεκατσά είναι, παρά τις όποιες μικρές ή μεγάλες ατέλειες, πρωτότυπο. Αυτός έβαλε τα θεμέλια της εθνολογίας στην Ελλάδα. Και είναι βέβαια πιο εύκολο να χτίσεις ένα επιβλητικό κτίσμα, παρά να σχεδιάσεις μια στέρεη βάση. Δυστυχώς, μέχρι τώρα όμως, μόνο λίγα λιθαράκια έχουν τοποθετηθεί πάνω στη βάση που έχτισε ο Λεκατσάς. Η Ελλάδα περιμένει ακόμα το συνεχιστή του ή έστω αυτόν που θα είναι σε θέση να τον ανατρέψει»


Πηγές

Περιοδικό "Διαβάζω"
Νέα κοινωνιολογία
Ο Μαρξισμός ως σύγκρουση τάσεων
Ημεροδρόμος
http://northithaca.blogspot.gr
http://metwpoistorias.blogspot.gr
http://giorgosbalurdos.blogspot.gr




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου